26/8/14

Όταν πεινά ο άνθρωπος

Ήταν μια περιπετειώδης Κυριακή.

Ξυπνήσαμε με όρεξη για εκδρομή, αλλά η οργάνωση δεν είναι πάντα εύκολη όταν κάνει ζέστη και βιάζεσαι να χαρείς την θάλασσα. Φορτώσαμε λοιπόν τις τσάντες μας με τις πετσέτες και τα συναφή, πήραμε και λίγο νερό μαζί και ξεκινήσαμε με χαρές και γέλια.

Στην πρώτη πανέμορφη παραλία που συναντήσαμε, κατά τις 12 το μεσημέρι, κάναμε τη πρώτη μας βουτιά και γίναμε ένα με τα ψάρια της θάλασσας. Ο Λεκρήτης μέχρι και λέπια έβγαλε. Στις δύο το μεσημέρι αρχίσαμε να γουργουρίζουμε από τη πείνα.

Σταματάμε σε ένα ταβερνάκι αλλά το πορτοφόλι μας έκανε απεργία καθώς ήταν ξεχασμένο στο τραπεζάκι του σπιτιού κι αναγκαστικά φύγαμε άρον άρον, πριν ρεζιλευτούμε. Με δυο τρία ευρώ αγοράσαμε λίγες μπανάνες από έναν πλανώδιο μανάβη και τις φάγαμε όλες με αποτέλεσμα έναν οξύ κοιλόπονο και μια αδυναμία αφόδευσης φρούτων στη μέση του πουθενά.

Στις τρεις το μεσημέρι κάναμε στάση σε σπίτι γνωστών μας και παίρνουμε το δεύτερο μπάνιο μας στη θάλασσα. Οι γνωστοί μας, μας κέρασαν καφέ και καταλήξαμε να χαζολογάμε στη παραλία ως τις εφτά το απόγευμα παίζοντας με τα παιδιά τους και με τα νεύρα μας από τη πείνα.

Κάπου εκεί ήταν που σκέφτηκα φευγαλέα τον κιμά που υπήρχε στο ψυγείο μας και αμέσως μετά σχεδόν εμμονικά ονειρεύτηκα κεφτεδάκια με πατάτες και χωριάτικη σαλάτα. Ο Λεκρήτης κόντευε να φάει τις πέτρες από τη πείνα του κι όταν του εκμυστηρεύτηκα τις μύχιες σκέψεις μου για τα κεφτεδάκια, άστραψε το μάτι του.

Οι γνωστοί μας είχαν πολλά παιδιά και η πρότασή τους για να μείνουμε για φαγητό, φάνταζε κόλαση, δεδομένου πως θα έπρεπε να περιμένουμε να φάνε και να κοιμηθούν πρώτα τα παιδιά και αν έδινε ο θεός, να τρώγαμε κατά τις έντεκα το βράδυ. Νομίζω πως δε θα είχαμε επιζήσει από τη πείνα. Και το νερό μερικές φορές κάνει το άδειο στομάχι να σπαρταράει από τον πόθο/πόνο. Έτσι βρήκαμε μια φτηνή δικαιολογία και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Η μανούλα (πείτε τη και βοήθεια κοινού) μου είπε τηλεφωνικά μια γρήγορη συνταγή για κεφτεδάκια και μόλις μπήκα στο σπίτι, κατευθύνθηκα με πυγμή προς τη κουζίνα, ενώ ο Λεκρήτης μπήκε στο μπάνιο να ξεπλύνει την αλμύρα και τα νεύρα της πείνας του.
                                       
                                               Να λοιπόν η προετοιμασία του φαγητού


Μόλις ξεκίνησε το τηγάνισμα, ο Λεκρήτης καθαρός και έτοιμος περίμενε να φάει, αν όχι κι εμένα, τουλάχιστον τα κεφτεδάκια. Και μετά από κάποια λεπτά όλα ήταν έτοιμα. Όμως επειδή ηθελα να σας τα πω και να σας τα δείξω, τον έβγαλα εκτός εαυτού μέχρι να περιμένει να βγουν οι καθαρές φωτογραφίες.

Σπάσιμο το ξέρω, αλλά δείτε πως σπαρταράει το βλέμμα του σε αυτή τη φωτογραφία. Σχεδόν άξιζε το κόπο η αναμονή γι' αυτήν ακριβώς τη φωτογραφία και γιατί πέτυχε το φαγητό.


Με αυτά και με εκείνα απολαύσαμε το πλέον καλοκαιρινό φαγητό, μετά από μια υπέροχη και εξουθενωτική καλοκαιρινή μέρα.


ΥΓ 'Ενα μικρό tip για τα κεφτεδάκια είναι 4 κουταλιές ξύδι σε μισό κιλό κιμά και όλα τα άλλα όπως τα ξέρετε.

Καλή Όρεξη

22/6/14

Λ Ι Γ Ο

Τώρα που το καλοκαίρι είναι εδώ, έστω και με λίγους αέρηδες, ξεκινησαμε τα μπάνια. Όχι του λαού, αλλά της Κρητης και του Χωστηρα. Αποφασίσαμε τα σαββατοκύριακα να αλωνίζουμε τις παραλίες με καφέδες, τοστάκια και πετσέτες και να διασχίζουμε θάλασσες. Δεν έχουμε λεφτά, αλλά έχουμε καλη καρδιά και όρεξη. Μη ξεχνάτε πως αυτο το ιστολόγιο φτιάχτηκε για να απομυθοποιώ τον τρισμέγιστο Χωστηρα...και αυτο θα συνεχίζω να κάνω....

Φτάνουμε χτες σε μια πολυσύχναστη παραλία. Μια καφετέρια πλάι στο κύμα, φιλοξενεί τις τσάντες μας, γεμάτες με τα απαραίτητα μιας και είπαμε θα αλωνίσουμε, αλλά θα το κάνουμε πολιτισμένα. Καθόμαστε στο τραπεζάκι, απλώνουμε τα συμπράγκαλα και μπαίνουμε θάλασσα για βουτιές. Όλοι φαντάζομαι γνωρίζετε την αγάπη του Χωστηρα για τη θάλασσα.
- Θα κολυμπησω λίγο, μου λέει.
- Εντάξει μωρό μου, απαντάω.
- Μόλις βγω θα πάμε για φαγητό, ξαναλέει.
- Εντάξει μωρό μου, ξαναπαντώ.

Ώρα δύο μεσημβρινη. Παραγγέλνω ένα φρέντο -που πιο χάλια δεν υπάρχει-. Για να ξεχάσω τον πόνο των 3 ευρώ που πληρωσα, ανοίγω τα βιβλία μου. Λίγο ποίηση της Δάφνης Χρονοπούλου, λίγο ένα μυθιστόρημα που το είχα αρχίσει, αλλά το είχα αφησει, λίγο internet από δωρεάν wifi, ξεπέρασα τον χάλια καφέ. Μην είμαι αχάριστη..Απλώνεται μπροστά μου ένας ουρανός από θάλασσα, έχει γλυκό αεράκι και διαθέτω ευχάριστα αναγνώσματα.

Ώρα τρεις μεσημβρινη. Αρχίζω να πεινάω, αλλά μου κόβουν την όρεξη τα γλαράκια που πετούν και μοιάζουν με μικρά κυματάκια  που ξεκόλλησαν από τη θάλασσα, αυτονομηθηκαν και πετάνε. Υπέροχο θέμα για μια γλυκιά μεσημεριανη εκδρομη με το μωρό να χαροπαλεύει στα κύματα από ηδονη, σαν παγματικός δούκας της κάβλας.

Ώρα τέσσερις μεσημβρινη. Το μωρό εχει χαθεί στα πελάγη, ο κώλος μου έχει πιαστεί από το καθισιό και πεινάω εξοργισμένα πια. Και έρχεται το κερασάκι της τούρτας: Μου ζητάνε να αποχωρησω από τη καφετέρια διότι θα πρέπει να ετοιμάσουν το χώρο για βαφτίσια. Φορτώνομαι τις τσάντες μου, τις τσάντες του μωρού και τις παντόφλες του και αποχωρώ μαζί με μια τσαλαπατημένη αξιοπρέπεια και μια γενναία πείνα.

Αφηνω στο αυτοκίνητο τις τσάντες και κρατάω μια πετσέτα και τις παντούφλες του μωρού, έχοντας νεύρα πολλά. Επιστρέφω παραλία, μηπως βγει και δε με δει εκει και ανησυχησει και δεν έχει και τα παντουφλάκια του και καούν τα πατουσάκια του....Εκείνος δε, χεσμένη με έχει διότι πηγε πέντε και δεν διαφαίνεται μπούκλα στον ορίζοντα. Ρε λες να πνίγηκε?

Προς στιγμην σκέφτομαι να πάρω το αυτοκίνητο και να φύγω. Να βρεθεί το πτώμα του και να μη με συνδέει τίποτα πια με αυτόν. Μετά είπα πως να αντέξω μια ολόκληρη Κρητη -το νησί- να με κυνηγάει για αντίποινα. Αποφάσισα να αράξω σε μια ξαπλώστρα και να περιμένω τον δούκα της κάβλας, να βγει ζωντανός η νεκρός. Και βγηκε. Ζωντανός. Κατάκοπος. Βρεγμένος μέσα κι έξω. Τόσες ώρες κολύμπι, θα του βράχηκε μέχρι κι η ψυχη.

- Άργησα μωρό μου; Είχε το θράσος να ρωτησει.
- Άργησες. Απαντώ κατσουφιασμένη.
- Πάμε για φαγητό; Αναρωτιέται με ύφος λαβωμένου κότσυφα, βέβαιος πως έχει κάνει αστοχία και αμέσως του απαντώ με σίγουρη και καθάρια φωνη.
- Θα πάμε σε λίγο. Προς το παρόν πάω να κολυμπησω.